εκατόμβη

εκατόμβη
Στην αρχαιότητα μεγαλόπρεπη θυσία, αρχικά εκατό βοδιών, αλλά αργότερα και άλλων ζώων αντίστοιχης αξίας. Την προσέφεραν κυρίως προς τιμήν του Δία και του Απόλλωνα (απ’ όπου προέρχεται και το επίθετο των δύο θεών εκατομβαίοι), με εξιλαστήριο σκοπό, αλλά και ως ευκαιρία για να προσφερθεί στον λαό πλούσιο συμπόσιο. Η λέξη ε. προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων εκατόν + βους.
* * *
η (Α ἑκατόμβη)
νεοελλ.
1. μεγάλος αριθμός ανθρώπινων θυμάτων σε πόλεμο, σεισμούς, ναυάγια, σφαγή ή άλλη καταστροφή
2. χαρακτηρισμός τού Πυθαγόρειου θεωρήματος τής γεωμετρίας
αρχ.
θυσία εκατό βοδιών ή κάθε μεγάλη θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από το εκατόν* και την ασθενή βαθμίδα τής λ. βους, βο(F)ός με προσθήκη τού επιθήματος -, δηλ. < *εκατόμ-βF-. Αντίστοιχος σχηματισμός απαντά στην Ινδοϊρανική (πρβλ. αρχ. ινδ. śata-gu- «ο κάτοχος εκατό βοδιών»). Η λ. εκατόμβη ήδη στην αρχαιότητα ήταν αισθητή με τη σημασία «θυσία εκατό βοδιών», απ' όπου εν συνεχεία εξελίχθηκε στη γενικότερη σημασία «θυσία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἑκατόμβη — an offering of a hundred oxen fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατόμβῃ — ἑκατόμβη an offering of a hundred oxen fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκατόμβη — η μεγάλος αριθμός ανθρώπινων θυμάτων σε πόλεμο ή άλλη καταστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑκατόμβαι — ἑκατόμβη an offering of a hundred oxen fem nom/voc pl ἑκατόμβᾱͅ , ἑκατόμβη an offering of a hundred oxen fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕКАТОМБА (ЖЕРТВОПРИНОШЕНИЕ) — •Έκατόμβη, см. Sacrifïcia …   Реальный словарь классических древностей

  • Гекатомба —    • Έκατόμβη,          см. Sacrifïcia, Жертва …   Реальный словарь классических древностей

  • ἑκατόμβαις — ἑκατόμβη an offering of a hundred oxen fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατόμβην — ἑκατόμβη an offering of a hundred oxen fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατόμβης — ἑκατόμβη an offering of a hundred oxen fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”